σφαλιστός

σφαλιστός
και σφαληχτός και σφαλιχτός, -ή, -ό, Ν
1. κλεισμένος, κλειστός
2. περιορισμένος.
επίρρ...
σφαλιστά και σφαληχτά και σφαλιχτά Ν
κλειστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σφαλιστός < σφαλίζω, ενώ τα επίθ. σφαληχτός/ σφαλιχτός < σφαλώ / σφαλίζω, κατά το ανοιχτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφαλιστός — σφαλιστός, ή, ό και σφαλιχτός, ή, ό κλειστός: Τα παράθυρα ήταν σφαλιστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλειστός — ή, ό (AM κλειστός, ή, όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) [κλείω (I)] 1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.) 2. αυτός διά μέσου τού οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα… …   Dictionary of Greek

  • πολυκλήϊστος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλούς δεσμούς, πολλούς συνδέσμους 2. (κατ επέκτ.) στέρεος, γερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κληϊστός, ιων. τ. τού κλειστός «κλειδωμένος, σφαλιστός»] …   Dictionary of Greek

  • σφαληχτά — Ν επίρρ. βλ. σφαλιστός …   Dictionary of Greek

  • σφαληχτός — ή, ό, Ν βλ. σφαλιστός …   Dictionary of Greek

  • σφαλιστά — Ν επίρρ. βλ. σφαλιστός …   Dictionary of Greek

  • σφαλιχτά — Ν επίρρ. βλ. σφαλιστός …   Dictionary of Greek

  • σφαλιχτός — ή, ό, Ν βλ. σφαλιστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”